- ακριβαγοράζω
- -ασα, -ασμένος, αγοράζω κάτι ακριβά: Τ' ακριβαγόρασες το κτήμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακριβαγοράζω — 1. αγοράζω κάτι ακριβά, σε υψηλή τιμή 2. αποκτώ κάτι με μεγάλο ή με οδυνηρό αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακριβά + αγοράζω. ΠΑΡ. ακριβαγόραστος] … Dictionary of Greek
ακριβαγόραστος — η, ο [ακριβαγοράζω] 1. αυτός που αγοράστηκε σε υψηλή τιμή 2. πολύτιμος … Dictionary of Greek